Με το “Poor Things” ο Γιώργος Λάνθιμος ανοίγει έναν ολόκληρο νέο κόσμο μπροστά του
Written by diktio diktio on 02/09/2023
Δεν είναι τα παλαμάκια και αυτό το καταγέλαστο metric του ‘πόσα λεπτά κράτησε το χειροκρότημα’, είναι άλλοι οι λόγοι που φανερώνουν πώς προσγειώθηκε το Poor Things στο Λίντο. Όλη τη διάρκεια της μέρας, αν ρωτούσες έναν τυχαίο άνθρωπο «πώς σού φάνηκε το Poor Things», δε θα τον έβλεπες να παίρνει την ανάσα του ‘και τώρα θα σκεφτώ σοβαρά πριν απαντήσω’ που είναι πολύ συνηθισμένη στα φεστιβάλ. Αντ’αυτού, με πηγαίο τρόπο και με ενθουσιασμό, πιθανότατα θα λάμβανες ως απάντηση κάποια παραλλαγή του «καλά, μα ήταν φανταστικό!».
Κι είναι λογικός ο ενθουσιασμός. Είναι μια ταινία ενθουσιώδης, κι όχι μόνο με τους αναμενόμενους τρόπους. Μοιράζεσαι το ταξίδι της ηρωίδας μαζί της. Τον τρόπο που κεφάλαιο μετά το κεφάλαιο η Έμμα Στόουν μεταμορφώνεται, ωριμάζει, χωρίς να χάνει την περιέργεια της ηρωίδας της. Τον τρόπο που ο ίδιος ο Λάνθιμος μοιάζει πιο γλυκός από κάθε άλλη φορά. Είναι, πολύ απλά, μια ταινία που σε καλεί να συμμετάσχεις μαζί της σε μια ανακάλυψη ενός (νέου) κόσμου.
Η ταινία αποτελεί μια μοντέρνα διασκευή του μύθου του Φρανκενστάιν βασισμένη στο ομώνυμο βραβευμένο βιβλίο του Άλιστερ Γκρέι από το 1992 (Χαμένα Κορμιά, όπως κυκλοφορεί στα ελληνικά), σε σενάριο του Τόνι Μακναμάρα, ο οποίος είχε ταιριάξει εξαιρετικά με τον Λάνθιμο στην Ευνοούμενη και τώρα δουλεύουν ξανά μαζί σε μια τραγικωμωδία που κοιτάζει μια περασμένη εποχή μέσα από παραμορφωτικό φακό.
Μα σε αντίθεση με την Ευνοούμενη –και σε κόντρα γενικότερα με την τάση πολλών δημιουργών να σκάβουν τον χώρο τους στην άμμο και να χώνονται όλο και πιο βαθιά σε εκείνο το σημείο– το Poor Things έχει το βλέμμα τους προς τα έξω. Προς τον έξω κόσμο, με μια διάθεση ανάπτυξης, έκρηξης, αναζήτησης.
Στην ταινία η Έμμα Στόουν πρωταγωνιστεί ως Μπέλα Μπάξτερ, μια γυναίκα που επιστρέφει κατά κάποιο τρόπο πίσω στη ζωή από τον ιδιοφυή επιστήμονα Γκόντγουιν Μπάξτερ (Γουίλεμ Νταφόε), κι η οποία μαθαίνει κάθε τι στη ζωή, από την αρχή. Στις πρώτες σκηνές που τη συναντάμε κοπανάει άτσαλα τη νότα ενός πιάνου, σα να προσπαθεί να κατανοήσει τον ήχο που βγάζει. Χορεύει και κινείται ασυγχρόνιστα. Μιλάει σπαστά. Αναζητά έννοιες που δε ξέρει πώς να εκφράσεις.
Σταδιακά η εκμάθηση γίνεται πιο εξεζητημένη αλλά και πιο ενστικτώδης και προσωπική. Περιλαμβάνοντας φυσικά την αυτοϊκανοποίηση και βέβαια το σεξ. Ο Γκόντγουιν («God!», όπως τον φωνάζει συνέχεια η Μπέλα) φέρνει στο σπίτι/εργαστήριο τον Μαξ, έναν νεαρό γιατρό προκειμένου να τον βοηθήσει στην επιστημονική του παρατήρηση (Ράμι Γιούσεφ στο ρόλο με μια συνεχή απορία στο βλέμμα του) αλλά τα πράγματα δε θα μείνουν εκεί.
Και φυσικά θα περιπλακούν ακόμα περισσότερο όταν ένας δικηγόρος που μπαίνει σύντομα στην εικόνα, ο Ντάνκαν Γουέντερμπερν (ο Μαρκ Ράφαλο στην αστειότερη στιγμή της καριέρας του), κεντρίζει το ενδιαφέρον της Μπέλα και συνδέεται με την αγωνία της να ανακαλύψει τον κόσμο. Και μαζί φυσικά τον εαυτό της.
Το φιλμ από εκείνο το σημείο κι έπειτα μετατοπίζει πλήρως το φόκους του πάνω στην Μπέλα η οποία διαρκώς μαθαίνει, ανακαλύπτει, έρχεται σε σύγκρουση με συμβάσεις, κι όλα αυτά με μια ακατάπαυστη χιουμοριστική διάθεση (είναι όχι απλά μια διασκεδαστική αλλά μια πολύ αστεία ταινία, που ξέρει πώς να αντλήσει χιούμορ από σλάπστικ, από deadpan, αλλά ακόμα κι από παιχνίδια λέξεων – τα κάνει όλα) όσο και με μια ορμητική σεξουαλικότητα, τόσο αβίαστη και οργανική που γρήγορα σταματάς να την κοιτάς σαν κάτι το ρισκέ.
Όπως μαθαίνει να κινείται, όπως μαθαίνει να αλληλεπιδρά με μια πολιτισμένη κοινωνία κανόνων, όπως μαθαίνει να εκφράζει πιο πολύπλοκες σκέψεις με πιο εξεζητημένες φράσεις, έτσι η Μπέλα και μαθαίνει να ακούει το σώμα της. Η οδύσσειά της τη φέρνει σε διάφορες πόλεις και σκηνικά και μαζί της συστήνει διάφορες σεξουαλικές δυναμικές που συχνά ξεφεύγουν από την απλότητα του «μου αρέσει / δεν μου αρέσει» ή «τον θέλω / δεν τον θέλω».
Η Έμμα Στόουν είναι εκπληκτική μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία, μια ηθοποιός σε σπάνια στιγμή πλήρους, απόλυτου δωσίματος σε σκηνοθέτη, σε όραμα, σε ρόλο. Παίζει μια γκάμα δεκάδων διαφορετικών καταστάσεων, συναισθηματικών και νοητικών περιοχών, σεξουαλικής ορμής, πίκρας, έκστασης, αθωότητας, σοφίας, κι όλα σε συνδυασμούς μεταξύ τους. Χρησιμοποιεί το σώμα της, τα άκρα της, το βλέμμα της, χωρίς ποτέ ό,τι κάνει στη συνέχεια να μοιάζει συμβατικό και προβλέψιμο. Η Στόουν προτάθηκε για Όσκαρ για την Ευνοούμενη και το είχε προηγουμένως κερδίσει για το La La Land, αλλά με το Poor Things (όπου είναι και παραγωγός) μοιάζει με κάτι πολύ περισσότερο από ηθοποιό στο κυνήγι ενός ακόμα βραβείου – είναι περφόρμερ που αρπάζει την ευκαιρία να πει τα πάντα.
ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΑΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΗ
Η ταινία γύρω της δεν είναι τίποτα λιγότερο από μεγαλοπρεπής, με έναν τρόπο ανάλαφρο κι ανεξάντλητα περιπετειώδη. Οι κόσμοι στους οποίους κινείται το φιλμ έχουν έναν απροσδιόριστα steampunk χαρακτήρα κι είναι ταυτόχρονα αχρονικά πολύχρωμες με το κατασκευασμένο φόντο να ξεπηδά πάντοτε όλο ζωντάνια. Σαν ταινίες του Τέρι Γκίλιαμ και σειρές του Μπράιαν Φούλερ, μαζί. Ο διευθυντής φωτογραφίας της Ευνοούμενης Ρόμπι Ράιαν επιστρέφει εδώ, χρησιμοποιώντας από χρώμα ως άσπρο-μαύρο, από fisheye φακό μέχρι πλάνο «κλειδαρότρυπα», κι από ακίνητα, αποστασιοποιημένα μακρινά μέχρι παλιομοδίτικα ζουμ που αναζητούν ή ακολουθούν τη Μπέλα σε πλήθος.
Μέσα δηλαδή σε κόσμους ακαθόριστους, ακόμα κι ο φακός του ίδιου του φιλμ μοιάζει ανήμπορος να κοιτάξει τη Μπέλα με έναν μόνο τρόπο, να την εντοπίσει οριστικά και αμετάκλητα. Η ταινία αλλάζει διαρκώς τον τρόπο που κοιτάει γιατί αλλάζει, προχωράει διαρκώς κι η ηρωίδα της.
Ακόμα και το σενάριο μοιάζει να μοιράζεται αυτή την διάσπαρτη στο φιλμ ευφορική διάθεση ανακάλυψης και αναζήτησης, παίζοντας ελεύθερα με τη δομή και με τις διαστάσεις της ιστορίας. Κάτι που σχεδόν μοιάζει με δράμα τριών πράξεων (το εργαστήριο, τα ταξίδια, και η τρίτη πράξη που θα την αφήσουμε αβάπτιστη) μοιάζει διαρκώς να μετασχηματίζεται, με την πρώτη να ξεχωρίζει από όλη την ταινία, την δεύτερη να κρύβει μέσα της τρεις δικές της πράξεις(!), και την τρίτη να αποτελεί ένα αληθινό συμπιεσμένο κρεσέντο γνώσης, συνειδητοποίησης και ωρίμανσης.
Όλα αυτά τα τεχνικά στοιχεία ενώνονται σε μια συμφωνία λέγοντας έτσι μια απογειωτική ιστορία προσωπικής ωρίμανσης, χειραφέτησης και σεξουαλικής αφύπνισης. Η Μπέλα ανακαλύπτει τον κόσμο γνωρίζοντας διαφορετικούς τύπους ανθρώπων, δοκιμάζοντας τις κοσμοθεωρίες τους, αποκτώντας όλο και πιο συνειδητό έλεγχο της προσωπικότητας, της ηθικής, και φυσικά του σώματός της. Είναι και Πινόκιο και Barbie μαζί, και Γκίλιαμ και Κιούμπρικ, και αστείο και φρικιαστικό, και ωμά σεξουαλικό και ωμά gory, και απαιτητικό και γλυκό κι αισιόδοξο.
Ακολουθώντας τα βήματα της Μπέλα, η ταινία θέτει ζητήματα –ιδίως πάνω σε ζητήματα προσωπικής ελευθερίας και σώματος– και με ίδια σιγουριά τα κλείνει κιόλας, όμως το Poor Things δε θα πρέπει να παρεξηγηθεί για κανένα επιφανειακό, εύπεπτο, «α λα Χόλιγουντ» φεμινιστικό κείμενο. Κυρίως επειδή μέσα από μια αντισυμβατική φιλμική κατασκευή που δεν μοιάζει εν τέλει με καμία άλλη, μπορείς να νιώσεις τον σκηνοθέτη και την κεντρική περφόρμερ να αποκτούν και να εκφράζουν κι οι ίδιοι, βήμα-βήμα, σκηνή τη σκηνή, μια αντίστοιχη αίσθηση ενθουσιώδους περιέργειας και απελευθέρωσης με την κεντρική τους ηρωίδα.
Είναι μια ταινία που σε κάνει να θες να πας μόνο μπροστά.