Κριτική Θεάτρου | Η Σκοτεινή Σα satire στις Νεκρές Ψυχές του Γκόγκολ στο Θέατρο Θησείον
Written by Oμάδα Σύνταξης Κ on 22/04/2025
«Νεκρές Ψυχές»: Ένα Μνημειώδες Έργο του Γκόγκολ στον Θέατρο Θησείον
Η «Νεκρές Ψυχές» του Νικολάι Γκόγκολ φέρει έναν υπόρρητο συμβολισμό, συγκρίσιμο με ανεστραμμένο παράδειγμα, που πολλαπλασιάζει την αναγνωσιμότητά της. Ο τίτλος της προδίδει μια αξία που υπερβαίνει τις ηθικές αντοχές του Χριστιανισμού, που είχαν ωστόσο τεράστια επίδραση στην τσαρική Ρωσία. Μπορεί άραγε η ψυχή, όπως και το σώμα, να νεκρωθεί; Με αυτό το ερώτημα, ο Γκόγκολ δεν περιορίζεται μόνο σε ένα λογοπαίγνιο, αλλά εισάγει την αδυναμία του καιρού του σε έναν χώρο αταξινόμητο, προκαλώντας τον αναγνώστη να επαναστατήσει ενάντια στα στερεότυπα της εποχής.
Η ιδέα των Νεκρών Ψυχών δε φαίνεται να αναφέρεται απλώς στους πεθαμένους δουλοπάροικους που αντιμετωπίζονται ως εμπορεύματα. Αντίθετα, υποδηλώνει ένα ολόκληρο σύστημα φαυλότητας και τυχοδιωκτισμού που, προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του, αναζητά διαρκώς καινοτόμες μεθόδους. Ο Γκόγκολ μοιάζει να ανταγωνίζεται την κοινωνία του, που εκπροσωπεί το «πόσλοστ» — μια κοινωνική καχεξία που τρέφεται από τις σάρκες της. Η αγορά και η υποθήκευση ενός νεκρού καθίστανται εξίσου παράδοξες όσο και η νεκροποίηση της ψυχής κάτι που ερευνά το έργο του.
Η γραφή του Γκόγκολ στον κόσμο των «Νεκρών Ψυχών» επενδύει στους αντι-ήρωες του, προσφέροντας μια σκοτεινή σατιρική διάσταση. Στον πυρήνα των χαρακτήρων δίνει μια γεωμετρική απλοποίηση, επιτρέποντας σε κάθε χαρακτήρα να βρει τη θέση του μεταξύ προσωπικότητας και τύπου. Η εκφραστική δύναμη του συγγραφέα, αξιοσημείωτη και στα άλλα έργα του, όπως στον «Επιθεωρητή» και στο «Παλτό», αναδεικνύει την ανάγκη για δραματική δυναμική που απαιτεί εξαιρετική σωματικότητα και λεπτές αποχρώσεις ερμηνείας.
Η Σοφία Καραγιάννη έρχεται να «ενορχηστρώσει» αυτό το μνημειώδες έργο του Γκόγκολ μέσω ενός κουϊντέτου ερμηνευτών, προσφέροντας μια μοναδική φόρμα διάδρασης σε συνδυασμό με δραματική αφήγηση. Η σκηνοθετική της σύλληψη συνδυάζει στοιχεία λαϊκού θεάτρου από μεσαιωνικές farces μέχρι το Επικό Θέατρο, οργανώνοντας την κίνηση και τη δραματικότητα με τρόπο που αντηχεί την ανθρωπογεωγραφία του αναγνωρίσιμου, όπως ίσως την επιθυμούσε ο Ρώσος συγγραφέας.
Ωστόσο, διαφαίνεται και μια ανεπάρκεια αισθητικών μέσων που μπορεί να περιορίζει την πανοραμική προσέγγιση του έργου. Η προσέγγιση του Γκόγκολ κατατέμνει την κοινωνία του χωρίς να πολιτικολογεί, κάτι που αναδεικνύει την ανάγκη για μια πλουσιότερη παλέτα περιγραφών και σημείων αναφοράς.
Η ερμηνεία του Ιωσήφ Ιωσηφίδη στον ρόλο του σατανικού Τσίτσικωφ αποτυπώνει με επιτυχία το νεκρό σημείο ανάμεσα στη λογική και την παραφροσύνη, προσφέροντας μια δυναμική που μαρτυρά τον ύπουλο χαρακτήρα του. Αξιοσημείωτη η παρουσία του Γιάννη Μάνθου και η συμβολή των άλλων τριών ερμηνευτών, Διονύση Λάνη, Χρήστου Παπαδόπουλου και Κωνσταντίνου Πασσά, οι οποίοι προσφέρουν μια παράσταση με βάθος και ενσωματωμένη αίσθηση καλλιτεχνικών συσχετισμών.