Γ. Στουρνάρας: Αύξηση του ΑΕΠ 2,3% και πληθωρισμό στο 2,8% προβλέπει η ΤτΕ
Written by diktio diktio on 08/04/2024
Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μίλησε στη Γενική Συνέλευση των Μετόχων, παρουσιάζοντας την έκθεση της ΤτΕ για την οικονομία. Όπως είπε, για τη φετινή χρονιά προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 2,3%, ενώ ο γενικός πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει κι άλλο το 2024 στο 2,8%.
Στο δημοσιονομικό πεδίο, η ΤτΕ εκτιμά ότι το 2024 το πρωτογενές πλεόνασμα θα αυξηθεί σε 2,1% του ΑΕΠ. Παράλληλα, το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αποκλιμακωθεί περαιτέρω σε 152,3% του ΑΕΠ το 2024, με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με τα προηγούμενα τρία έτη, καθώς η μείωση του πληθωρισμού αναμένεται να αντισταθμίσει τόσο την επιτάχυνση του πραγματικού ΑΕΠ όσο και τη μειωτική επίδραση από τη διεύρυνση του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Αναλυτικά η ομιλία του:
Η φετινή χρονιά έχει ιδιαίτερη σημασία για τις κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης, καθώς συμπληρώνονται 25 χρόνια από τη δημιουργία του ευρώ, που αποτέλεσε αναμφισβήτητα το σημαντικότερο βήμα προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Στη διάρκεια αυτής της 25ετίας, η ενιαία νομισματική πολιτική βρέθηκε αντιμέτωπη με πολλαπλές προκλήσεις. Ωστόσο, η εμπειρία που αποκτήθηκε είναι εξαιρετικά πολύτιμη και προσφέρει σημαντικά διδάγματα, τα οποία καλούμαστε να αξιοποιήσουμε ως ανάχωμα σε τυχόν μελλοντικές κρίσεις. Σε έναν κόσμο που πλήττεται από αλλεπάλληλες διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς, κυρίως λόγω γεωπολιτικών εντάσεων, μια βασική προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής είναι η αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων.
Σε ένα περιβάλλον αυξημένης διεθνούς αβεβαιότητας, η αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας στην επενδυτική κατηγορία το προηγούμενο έτος σηματοδοτεί την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία. Οι θετικές αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, σε συνθήκες πολλαπλών κρίσεων, καταδεικνύουν την αξιοπιστία των πολιτικών που υιοθετήθηκαν και την ανθεκτικότητα της οικονομίας σε αρνητικές διαταραχές. Το γεγονός ότι χρειάστηκαν 13 χρόνια για την επιστροφή της χώρας στην επενδυτική κατηγορία υποδηλώνει ότι η εμπιστοσύνη και η αξιοπιστία στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής είναι κρίσιμοι παράγοντες που ανακτώνται πολύ δύσκολα αν χαθούν. Πολιτική σταθερότητα, δημοσιονομική σταθερότητα, χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι δημόσια αγαθά και πρέπει να διαφυλαχθούν ως κόρη οφθαλμού, ειδικά στην Ελλάδα που μόλις πριν λίγα χρόνια εξήλθε από τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση στη σύγχρονη ιστορία της.
Διεθνές περιβάλλον
Ο ρυθμός μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας επιβραδύνθηκε περαιτέρω το 2023. Στην ευρωζώνη η επιβράδυνση υπήρξε πιο απότομη εξαιτίας: (1) της υποτονικής διεθνούς ζήτησης, (2) του υψηλού κόστους εισροών παραγωγής, παρά την αποκατάσταση των διεθνών αλυσίδων αξίας μετά την πανδημία, (3) των περιοριστικών χρηματοπιστωτικών συνθηκών, που επηρέασαν δυσμενώς κυρίως τις επενδύσεις, και (4) της περαιτέρω μείωσης των πραγματικών εισοδημάτων λόγω της ταχύτερης ανόδου του πληθωρισμού, παρά τις έκτακτες δημοσιονομικές ενισχύσεις. Παρ’ όλα αυτά, η παγκόσμια οικονομία φαίνεται ότι οδεύει προς ομαλή σταθεροποίηση, επιδεικνύοντας μεγάλη ανθεκτικότητα στις πρόσφατες κρίσεις, ενώ ο κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού υποχώρησε μετά τις καίριες παρεμβάσεις των νομισματικών και δημοσιονομικών αρχών. Ο παγκόσμιος πληθωρισμός υποχώρησε το 2023, λόγω της πτωτικής πορείας των διεθνών τιμών της ενέργειας, αλλά και της έγκαιρης και σε σημαντικό βαθμό συντονισμένης αντίδρασης των κεντρικών τραπεζών. Στην ευρωζώνη, η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού αντανακλά κυρίως: (1) τη βελτίωση των συνθηκών προσφοράς, με την άμβλυνση των περιορισμών να παρατηρείται ήδη από τις αρχές του έτους, (2) τη μείωση των διεθνών τιμών της ενέργειας, (3) τη συνέχιση της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής, (4) την κάμψη της συνολικής εγχώριας ζήτησης και (5) τον περιορισμό της δυνατότητας των επιχειρήσεων να αυξάνουν τις τιμές μέσω της διεύρυνσης των περιθωρίων κέρδους, λόγω της μείωσης της ζήτησης. Εντούτοις, ο πυρήνας του πληθωρισμού παρέμεινε σε ανοδική πορεία, παρά τις ενδείξεις αποκλιμάκωσης κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους, λόγω της μεγαλύτερης εμμονής του πληθωρισμού των υπηρεσιών και της αύξησης του μισθολογικού κόστους. Η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής συνεχίστηκε το 2023, αλλά με ηπιότερο ρυθμό στις περισσότερες οικονομίες, λόγω της ταχύτερης του αναμενομένου πτώσης του πληθωρισμού και των ανησυχιών για περαιτέρω επιβράδυνση της συνολικής ζήτησης. Οι αυξήσεις των επιτοκίων από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες συνέβαλαν στη συγκράτηση των πληθωριστικών προσδοκιών σε χαμηλά επίπεδα, χωρίς σοβαρή επίπτωση στην αγορά εργασίας, η οποία γενικά παρέμεινε ανθεκτική. Η αυστηρότερη νομισματική πολιτική επέδρασε όμως μειωτικά στις προσδοκίες των επενδυτών για τους ρυθμούς ανάπτυξης (ειδικά στην ευρωζώνη).Ενιαία νομισματική πολιτική
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ συνέχισε να αυξάνει τα βασικά επιτόκια μέχρι και το γ΄ τρίμηνο του 2023. Τα βασικά επιτόκια αυξήθηκαν έξι φορές το 2023, με το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων να διαμορφώνεται σε 4% από το Σεπτέμβριο του 2023. Οι αποφάσεις για το επίπεδο των επιτοκίων συνέχισαν να λαμβάνονται με βάση τα εκάστοτε διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία και με ορίζοντα την επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου, οπότε και επανεξεταζόταν η κατάσταση της οικονομίας της ευρωζώνης και επαναξιολογούνταν οι προοπτικές του πληθωρισμού. Παράλληλα, ελήφθησαν μέτρα για τη σταδιακή μείωση του μεγέθους του ισολογισμού του Ευρωσυστήματος. Μετά τα μέσα του έτους σταμάτησαν οι επανεπενδύσεις τίτλων που είχε αποκτήσει το Ευρωσύστημα μέσω του προγράμματος APP (Asset Purchase Programme). Μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου του 2023, οι εν λόγω επανεπενδύσεις μειώνονταν με σταθερό ρυθμό €15 δισεκ. κατά μέσο όρο ανά μήνα. Επίσης, κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2024 θα μειώνονται οι επανεπενδύσεις του προγράμματος ΡΕΡΡ (Pandemic Emergency Purchase Programme) με ρυθμό €7,5 δισεκ. κατά μέσο όρο ανά μήνα, μέχρι το τέλος του έτους, οπότε και αυτές θα σταματήσουν. Τέλος, από τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2023, το επιτόκιο των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών των τραπεζών στις εθνικές κεντρικές τράπεζες (ΕθνΚΤ) ορίστηκε σε 0%. Η απόφαση αυτή συμβάλλει στη μετακύλιση των μεταβολών των βασικών επιτοκίων του Ευρωσυστήματος στα επιτόκια της αγοράς χρήματος και προάγει την αποτελεσματικότητα της ενιαίας νομισματικής πολιτικής. Η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση της υπερβάλλουσας ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα το 2023. Η υποχώρηση αυτή προήλθε κυρίως από την αποπληρωμή μεγάλου μέρους της ρευστότητας που είχε αντληθεί μέσω TLTRO III λόγω λήξης ή εθελοντικής πρόωρης εξόφλησης. Στο πλαίσιο της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής, επηρεάστηκε δυσμενώς η κερδοφορία της ΕΚΤ και των ΕθνΚΤ, συμπεριλαμβανομένης της ΤτΕ (η οποία ωστόσο παρέμεινε κερδοφόρα). Θα πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι οι κεντρικές τράπεζες είναι θεσμικά όργανα, με αποστολή τη σταθερότητα των τιμών και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, και δεν επιδιώκουν το κέρδος. Οι προβλεπόμενες ζημίες αναμένεται να είναι προσωρινές και να καλυφθούν σύντομα από μελλοντικά κέρδη. Η αξιοπιστία των κεντρικών τραπεζών καθορίζεται κυρίως από την ικανότητά τους να εκπληρώνουν τον πρωταρχικό τους σκοπό και να συμβάλλουν στη μακροοικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ενώ τυχόν ζημίες προσωρινού χαρακτήρα δεν εμποδίζουν την εκπλήρωση της αποστολής τους.Ελληνική οικονομία
Το δεύτερο εξάμηνο του 2023 τρεις εκ των τεσσάρων οίκων αξιολόγησης που αναγνωρίζονται από το Ευρωσύστημα αναβάθμισαν την πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία. Το γεγονός αυτό αποτελεί σημαντικό ορόσημο που σηματοδοτεί την αναγνώριση της αξιοπιστίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής τα τελευταία χρόνια και της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας, παρά την επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος και την αυξημένη αβεβαιότητα. Στην εξέλιξη αυτή συνετέλεσαν οι σταθερά βελτιούμενες δημοσιονομικές επιδόσεις, υποστηριζόμενες από θετικούς και ισχυρούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης άνω του ευρωπαϊκού μέσου όρου, αλλά και η εκτίμηση των οίκων ότι το σαφές αποτέλεσμα των εκλογών οδήγησε σε πολιτική σταθερότητα με προοπτικές συνέχισης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας. Η ελληνική οικονομία στη διάρκεια του 2023 αναπτύχθηκε με επιβραδυνόμενο αλλά ικανοποιητικό ρυθμό 2%, σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Θετικά στη μεγέθυνση της οικονομίας συνέβαλαν κυρίως οι εξαγωγές, η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις. Ο γενικός πληθωρισμός υποχώρησε σημαντικά στο 4,2%, χαμηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ευρωζώνης. Ωστόσο, ο πυρήνας του πληθωρισμού ακολούθησε αυξητική πορεία και έφθασε στο 5,3% το 2023, παρά το γεγονός ότι από τα μέσα του έτους παρατηρείται σταδιακή αποκλιμάκωσή του. Η αγορά εργασίας συνέχισε τη δυναμική της πορεία, αν και με πιο ήπιους ρυθμούς, με το ποσοστό ανεργίας να μειώνεται στο 11,1%. Πάντως, η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από εντεινόμενη στενότητα σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν, ενώ οι επιχειρήσεις σε αρκετούς κλάδους της οικονομίας δυσκολεύονται να προσλάβουν προσωπικό σύμφωνα με τις ανάγκες τους, παρά τη σημαντική αύξηση των μισθών το 2023. Η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, μετά τη σημαντική βελτίωση των προηγούμενων ετών, εμφάνισε ενδείξεις στασιμότητας ή και ελαφράς υποχώρησης το 2023, μέσα σε ένα επιδεινούμενο περιβάλλον για το διεθνές εμπόριο. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι η ανταγωνιστικότητα ως προς το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος συνέχισε να βελτιώνεται, καθώς το ονομαστικό κόστος εργασίας αυξήθηκε πολύ λιγότερο στην Ελλάδα από ό,τι στην ευρωζώνη. Σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, η κατάταξη της Ελλάδος στους σχετικούς σύνθετους δείκτες παρουσιάζει στασιμότητα ή και υποχώρηση, μετά την αποτύπωση μεγάλης προόδου την προηγούμενη περίοδο (2020-22). Η Ελλάδα φαίνεται να υστερεί σε τομείς όπως η αποτελεσματική λειτουργία του κράτους, η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε σημαντικά το 2023 στο 6,3% του ΑΕΠ. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν κατά κύριο λόγο: (1) η βελτίωση του ισοζυγίου καυσίμων και λοιπών αγαθών, αντανακλώντας κυρίως τη μείωση των διεθνών τιμών των ενεργειακών αγαθών, και (2) η αύξηση του πλεονάσματος του ισοζυγίου ταξιδιωτικών υπηρεσιών, λόγω της δυναμικής του τουρισμού. Οι ξένες άμεσες επενδύσεις κατέγραψαν χαμηλότερες ροές το 2023 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, αντανακλώντας κυρίως: (1) την παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα, (2) τα υψηλά επιτόκια, (3) το υψηλό ενεργειακό κόστος, (4) την περιορισμένη συμμετοχή ξένων κεφαλαίων σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων στη χώρα και (5) τη στασιμότητα που αποτυπώνεται στους δείκτες ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Όσον αφορά τις αγορές κεφαλαίων, οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία το 2023 προσδιόρισαν τις εξελίξεις σχετικά με τα ελληνικά αξιόγραφα. Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων παρουσίασαν σημαντικά μεγαλύτερη μείωση σε σχέση με εκείνες των υπόλοιπων κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης. Ως εκ τούτου, το spread του ελληνικού 10ετούς ομολόγου έναντι του αντίστοιχου γερμανικού μειώθηκε σημαντικά το 2023, αρκετά χαμηλότερα από το αντίστοιχο spread του ιταλικού ομολόγου. Ως προς την αγορά μετοχών, ο δείκτης του ελληνικού χρηματιστηρίου κατέγραψε σημαντικά καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με τους αντίστοιχους δείκτες στις ΗΠΑ και στην ευρωζώνη, ενώ επίσης παρατηρήθηκε μεγάλη αύξηση του μέσου ημερήσιου όγκου συναλλαγών. Οι τάσεις αυτές συνδέονται κυρίως με την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία, καθώς και την αυξημένη κερδοφορία και τις αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης των τραπεζών.Δημοσιονομικές εξελίξεις
Συνολικά, η δημοσιονομική διαχείριση των έκτακτων συνθηκών την τελευταία τετραετία ανέδειξε τα οφέλη των διαρθρωτικών δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων της προηγούμενης περιόδου, ειδικότερα ως προς το σχεδιασμό των μέτρων στήριξης, αλλά και ως προς την παρακολούθηση, την εκτέλεση και τον έλεγχο του Κρατικού Προϋπολογισμού. Σύμφωνα με την ΤτΕ, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να διαμορφωθεί σε 1,4% του ΑΕΠ για το 2023 ή και παραπάνω, σημαντικά υψηλότερο από την πρόβλεψη του Προϋπολογισμού. Η διεύρυνση του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2023 οφείλεται τόσο στην έγκαιρη απόσυρση των δημοσιονομικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης όσο και στην υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων έναντι των στόχων. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2023 δημιουργήθηκε μεγάλος δημοσιονομικός χώρος που επέτρεψε τη χρηματοδότηση έκτακτων δημοσιονομικών παρεμβάσεων, χωρίς εκτροχιασμό της δημοσιονομικής πορείας. Η υπερκάλυψη των δημοσιονομικών στόχων για μια ακόμη χρονιά ενισχύει τη δημοσιονομική αξιοπιστία της χώρας και καθιστά ασφαλέστερη την επίτευξη του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2024, σε μια περίοδο αυξημένης αβεβαιότητας και εκ νέου ενεργοποίησης των ‒ αναθεωρημένων πλέον ‒ δημοσιονομικών κανόνων. Η αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους συνεχίστηκε και το 2023, υπερακοντίζοντας τις επιδόσεις των περισσότερων κρατών-μελών της ευρωζώνης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΤτΕ, το χρέος της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί κατά 10,7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε σχέση με το 2022, στο 161,9% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στους πρωτοπόρους της ΕΕ ως προς την απορρόφηση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που παρέχουν σημαντική δημοσιονομική ώθηση στην οικονομία. Συνολικά, η Ελλάδα έχει λάβει 41% των διαθέσιμων πόρων (€15 δισεκ., εκ των οποίων €7,7 δισεκ. σε επιχορηγήσεις και €7,3 δισεκ. σε δάνεια) και είναι από τις λίγες χώρες που έχουν εισπράξει τρεις δόσεις επιχορηγήσεων και δανείων, μετά την ολοκλήρωση του 26% των συμφωνημένων στόχων του προγράμματός της. Ωστόσο, οι εκταμιεύσεις των επιχορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις παρουσιάζουν καθυστερήσεις, αντανακλώντας διοικητικές δυσχέρειες. Σχετικά χαμηλές παραμένουν και οι εκταμιεύσεις δανείων, παρότι το ύψος των υπογεγραμμένων συμβάσεων αυξήθηκε σημαντικά. Έτσι, μετριάζεται το αναπτυξιακό όφελος που αναμένεται να έχει η αξιοποίηση των σχετικών κονδυλίων.Τραπεζικός τομέας
Τα τραπεζικά επιτόκια συνέχισαν να αυξάνονται κατά το 2023, σε συνέπεια με την αυστηροποίηση της κατεύθυνσης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής. Τα επιτόκια χορηγήσεων αυξήθηκαν περισσότερο στα επιχειρηματικά δάνεια (+230 μ.β.) (εν μέρει λόγω του ότι είναι ως επί το πλείστον κυμαινόμενα) και σε μικρότερο βαθμό στα δάνεια προς τα νοικοκυριά (καταναλωτικά δάνεια: +78 μ.β., στεγαστικά δάνεια: +96 μ.β.). Και για τους δύο τομείς πάντως, η αύξηση τωνονομαστικών επιτοκίων δανεισμού στην Ελλάδα ήταν ηπιότερη από ό,τι κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη. Αύξηση κατέγραψαν και τα επιτόκια καταθέσεων το 2023, ιδιαίτερα στις καταθέσεις προθεσμίας (+160 μ.β.). Ο μικρός βαθμός ενσωμάτωσης των αυξήσεων των επιτοκίων πολιτικής της ΕΚΤ στις καταθέσεις προθεσμίας οφείλεται και στις πολύ ικανοποιητικές συνθήκες ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες. Ως εκ τούτου, για πρώτη φορά από το 2003, το επιτόκιο προθεσμιακών καταθέσεων στην Ελλάδα διαμορφώνεται, από τα μέσα του 2022, σε επίπεδο χαμηλότερο από το αντίστοιχο μέσο επιτόκιο της ευρωζώνης. Ο ετήσιος ρυθμός της τραπεζικής πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα συνολικά επιβραδύνθηκε το 2023, μετά από σημαντική επιτάχυνση το 2022. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά κυρίως τη βραδύτερη αύξηση των χορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις και την εντονότερη μείωση των στεγαστικών δανείων προς τα νοικοκυριά, καθώς η άνοδος των τραπεζικών επιτοκίων και η υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας είχε αρνητική επίδραση στη ζήτηση νέων χορηγήσεων. Αντίθετα, ο ρυθμός αύξησης των καταναλωτικών δανείων επιταχύνθηκε, σε συνέπεια με την ανοδική πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης. Οι τραπεζικές καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα εξακολούθησαν να ενισχύονται, με ηπιότερο ρυθμό σε σχέση με το 2022, καταγράφοντας μετατόπιση από τις καταθέσεις μίας ημέρας προς τις προθεσμιακές καταθέσεις. Οι τραπεζικές καταθέσεις αυξήθηκαν κατά €5,8 δισεκ. το 2023 και το υπόλοιπό τους διαμορφώθηκε σε €194,8 δισεκ., το υψηλότερο επίπεδο από τα μέσα του 2011. Η επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου των καταθέσεων οφείλεται, για τα μεν νοικοκυριά, στο χαμηλότερο ρυθμό αύξησης του πραγματικού εισοδήματός τους το 2023 (σε σύγκριση με το 2022) και στις υψηλές καταναλωτικές δαπάνες τους, δεδομένου και του πληθωρισμού, για τις δε επιχειρηματικές καταθέσεις, στη μείωση της πιστωτικής επέκτασης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Το 2023 τα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών τραπεζικών ομίλων βελτιώθηκαν. Αναλυτικότερα:- Η κερδοφορία ενισχύθηκε σε ετήσια βάση, αντικατοπτρίζοντας τη σημαντική αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες, αλλά και τη μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο λόγω της μείωσης του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).
- Οι δείκτες ρευστότητας ενισχύθηκαν, παραμένοντας υψηλότεροι από αυτούς των τραπεζών της ευρωζώνης, παρά τη μείωση της χρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα.
- Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας βελτιώθηκαν, παραμένοντας όμως χαμηλότερα από το μέσο όρο της ευρωζώνης.
- Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου βελτιώθηκε περαιτέρω, αλλά το ποσοστό των ΜΕΔ στο σύνολο των δανείων παραμένει σημαντικά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Προβλέψεις
Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της ΤτΕ, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται να επιταχυνθεί το 2024 σε 2,3%, πολύ πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν βασικές κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης, ενώ οριακά αρνητική θα είναι η συμβολή του εξωτερικού τομέα, καθώς η έντονη επενδυτική δραστηριότητα θα αυξήσει σημαντικά τις εισαγωγές. Ο τομέας του τουρισμού παρουσιάζει και φέτος θετικές προοπτικές, παρά τη διεθνή αβεβαιότητα. Ο γενικός πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει κι άλλο το 2024 στο 2,8%, καθώς όλες οι επιμέρους συνιστώσες εμφανίζουν τάσεις αποκλιμάκωσης, παρά το κλίμα αβεβαιότητας που δημιουργούν οι γεωπολιτικές εξελίξεις. Στο δημοσιονομικό πεδίο, η ΤτΕ εκτιμά ότι το 2024 το πρωτογενές πλεόνασμα θα αυξηθεί σε 2,1% του ΑΕΠ. Η βελτίωση αυτή εξηγείται κυρίως από την προβλεπόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων και των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές λόγω του ισχυρού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας. Το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αποκλιμακωθεί περαιτέρω σε 152,3% του ΑΕΠ το 2024, με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με τα προηγούμενα τρία έτη, καθώς η μείωση του πληθωρισμού αναμένεται να αντισταθμίσει τόσο την επιτάχυνση του πραγματικού ΑΕΠ όσο και τη μειωτική επίδραση από τη διεύρυνση του πρωτογενούς πλεονάσματος. Επιπλέον, προβλέπεται μείωση του δημόσιου χρέους σε ονομαστικούς όρους για πρώτη φορά από το 2019. Σχετικά με τις προοπτικές του χρηματοπιστωτικού τομέα:- Το 2024 θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για μείωση των εγχώριων τραπεζικών επιτοκίων, καθώς ο πληθωρισμός θα αποκλιμακώνεται σταδιακά και τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα αρχίσουν να μειώνονται.
- Ο ρυθμός της πιστωτικής επέκτασης αρχικά θα συνεχίσει να επηρεάζεται αρνητικά από τις προγενέστερες αυξήσεις των δανειακών επιτοκίων. Στη συνέχεια, η διατήρηση ή η ενδεχόμενη μείωση του επιπέδου των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα επιδράσει θετικά στην πιστωτική επέκταση αλλά προοδευτικά, λόγω των εκτιμώμενων χρονικών υστερήσεων.
- Η αναμενόμενη επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας και η προσδοκώμενη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, σε συνδυασμό με την πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις και τον τυχόν μεγαλύτερο βαθμό ενσωμάτωσης των αυξημένων επιτοκίων πολιτικής στα εγχώρια επιτόκια καταθέσεων, θα συμβάλουν σε περαιτέρω αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων.
- Τέλος, οι εκτιμήσεις για τα θεμελιώδη μεγέθη των τραπεζικών ιδρυμάτων είναι θετικές. Στην περαιτέρω βελτίωση των επιδόσεων των τραπεζών αναμένεται να βοηθήσει η συγκράτηση του κόστους χρηματοδότησής τους εν μέσω συνέχισης των εκδόσεων τραπεζικών ομολόγων, η οποία επίσης συμβάλλει στη διατήρηση της κερδοφορίας των τραπεζών.